μυριόχρωμος

μυριόχρωμος
η , ο разноцветный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μυριόχρωμος" в других словарях:

  • μυριόχρωμος — η, ο αυτός που έχει πάρα πολλά και ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρωμος (< χρώμα)] …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυριόχρους — μυριόχρους, ουν και οος, οον (Μ) μυριόχρωμος, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρόος / χροῦς «χρώμα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»